- μιξοθάλασσος
- μιξο-θάλασσος [θᾰ], ον,A having intercourse with the sea, like fishermen and sailors, Orac. ap. X.Eph.1.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μιξοθάλασσος — μιξοθάλασσος, ον (Α) αυτός που έχει σχέση με τη θάλασσα, δηλαδή ο ναύτης και ο ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + θάλασσος (< θάλασσα)] … Dictionary of Greek
μιξοθαλάσσοις — μιξοθάλασσος having intercourse with the sea masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… … Dictionary of Greek
μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… … Dictionary of Greek